γλωσσίδι

γλωσσίδι
και γλωσσίδιο, το (AM γλωσσίδιον και γλωττίδιον)
1. μικρή γλώσσα
2. οποιαδήποτε προεξοχή σε σχήμα γλώσσας
νεοελλ.
1. η επιγλωττίδα τού στόματος
2. η κλειτορίδα
3. διακοσμητικό μοτίβο, κυρίως σε κοφτά κεντήματα
4. το πλήκτρο τής καμπάνας
5. η βελόνα, ο δείκτης τής ζυγαριάς
6. προεξοχή σανίδας η οποία εφαρμόζει σε αντίστοιχη εγκοπή άλλης
7. η προεξοχή τού κλειδιού που εφαρμόζει στην κλειδαριά
8. φυλλοειδής ή τριχοειδής απόφυση σε ορισμένα φυτά
9. τμήμα τών στοματικών οργάνων τών Εντόμων
10. (ουδ. πληθ.) ταπενταστομώδη, υποσυνομοταξία τών Αρθρόποδων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • γλωσσίδι — το καθετί που μοιάζει στο σχήμα με γλώσσα: Το γλωσσίδι της καμπάνας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γλωσσίδι — γλωττίς glottis fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καμπάνα — Κρουστό ηχητικό όργανο, που αποτελείται από ένα κοίλο σώμα με χαρακτηριστική μορφή, συνήθως από μπρούντζο (περίπου 80% χαλκό και 20% κασσίτερο, ενώ ίχνη από άλλα μέταλλα δίνουν στον ήχο της ειδικούς τόνους). Η κ. αρχίζει να δονείται παλμικά, όταν …   Dictionary of Greek

  • κοντραφαγκότο — Ξύλινο πνευστό μουσικό όργανο της οικογένειας του όμποε. Είναι παραλλαγή του φαγκότου (βαρύαυλου), αλλά ηχεί μία οκτάβα χαμηλότερα. Έχει διπλό γλωσσίδι και το μήκος του σωλήνα του είναι 5 μ. και αναδιπλώνεται τέσσερις φορές. Κατασκευάστηκε στις… …   Dictionary of Greek

  • αγλώσσωτος — η, ο [*γλωσσώνω] αυτός που δεν έχει γλώσσα ή γλωσσίδι …   Dictionary of Greek

  • βαρίδι — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 240 μ., 54 κάτ.) της Άνδρου. Βρίσκεται στο βόρειο άκρο του νησιού. Υπάγεται διοικητικά στο δήμο Υδρούσας του νομού Κυκλάδων. * * * το (Α βαρύδιον και βαρύλλιον) νεοελλ. 1. το κινητό αντίβαρο της ζυγαριάς ή της… …   Dictionary of Greek

  • βαρύαυλος — ο ξύλινο πνευστό όργανο με διπλό γλωσσίδι, φαγκότο …   Dictionary of Greek

  • γλωσσίδα — η το γλωσσίδι …   Dictionary of Greek

  • γλωττίδιον — το βλ. γλωσσίδι …   Dictionary of Greek

  • καμπανός — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 400 μ., 205 κάτ.) στην πρώην επαρχία Σελίνου του νομού Χανίων. Βρίσκεται στο νότιο τμήμα του νομού, 51 χλμ. ΝΔ της πόλης των Χανίων. Αποτελεί έδρα του δήμου Ανατολικού Σελίνου. * * * ο (AM κάμπανος, Μ και καμπανός)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”