- γλωσσίδι
- και γλωσσίδιο, το (AM γλωσσίδιον και γλωττίδιον)1. μικρή γλώσσα2. οποιαδήποτε προεξοχή σε σχήμα γλώσσαςνεοελλ.1. η επιγλωττίδα τού στόματος2. η κλειτορίδα3. διακοσμητικό μοτίβο, κυρίως σε κοφτά κεντήματα4. το πλήκτρο τής καμπάνας5. η βελόνα, ο δείκτης τής ζυγαριάς6. προεξοχή σανίδας η οποία εφαρμόζει σε αντίστοιχη εγκοπή άλλης7. η προεξοχή τού κλειδιού που εφαρμόζει στην κλειδαριά8. φυλλοειδής ή τριχοειδής απόφυση σε ορισμένα φυτά9. τμήμα τών στοματικών οργάνων τών Εντόμων10. (ουδ. πληθ.) ταπενταστομώδη, υποσυνομοταξία τών Αρθρόποδων.
Dictionary of Greek. 2013.